- κατευδαιμονίζω
- κατευ-δαιμονίζω, strengthd. for εὐδαιμ-, J.BJ1.33.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατευδαιμονίζω — (Α) επιτ. τ. τού ευδαιμονίζω* … Dictionary of Greek
κατευδαιμονίζει — κατευδαιμονίζω pres ind mp 2nd sg κατευδαιμονίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευδαιμονίσαι — κατευδαιμονίζω aor inf act κατευδαιμονίσαῑ , κατευδαιμονίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)